Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μοτίβο
1 item total
μοτίβο το [motívo] Ο39 : στοιχείο ή θέμα καλλιτεχνικής δημιουργίας που συνήθ. επαναλαμβάνεται: Mουσικό ~. Εξαγγελτικό* ~. Tο ~ της Σταύρωσης στη Xριστιανική ζωγραφική. || (επέκτ.) οτιδήποτε επαναλαμβάνεται συχνά.

[ιταλ. motivo]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go