Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μιλφ
1 εγγραφή
μιλφέιγ το [milféij] & μιλφέιγ η [milféij] Ο (άκλ.) : γλυκό που γίνεται με φύλλα ζύμης και κρέμα.

[λόγ. < γαλλ. mille-feuille· θηλ. κατά το πάστα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες