Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- μηχανουργείο το [mixanurjío] Ο39 : εργαστήριο ή τμήμα εργοστασίου, όπου γίνεται επισκευή μηχανών ή κατασκευή απλών μηχανικών εξαρτημάτων.
[λόγ. μηχαν(ο)- + -ουργείον]