Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μετοικίζω
1 item total
μετοικίζω [metikízo] Ρ2.1α : μεταφέρω ανθρώπους από έναν τόπο και τους εγκαθιστώ σε κπ. άλλο.

[λόγ. < αρχ. μετοικίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go