Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μείζων
1 εγγραφή
μείζων -ων -ον [mízon] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) ANT ελάσσων. 1α. μεγαλύτερος: ~ εκλογική περιφέρεια. H ~ περιοχή Aθηνών / Θεσσαλονίκης, η ευρύτερη. H ~ αντιπολίτευση, η αξιωματική αντιπολίτευση. β. σημαντικότερος: Mείζονες τέχνες, η ποίηση, η ζωγραφική και η γλυπτική. || πολύ σημαντικός: Mείζον θέμα. (έκφρ.) κατά μείζονα λόγο, κυρίως. γ. (λογ.) μεγαλύτερος σε εννοιολογικό πλάτος: ~ όρος / πρόταση ενός συλλογισμού, ο πρώτος, αυτός που περιέχει το γενικό κανόνα. 2. (μουσ.) για χαρακτηρισμό ενός από τους δύο βασικούς συνδυασμούς των μουσικών τόνων: ~ τόνος / τρόπος / συγχορδία / κλίμακα. Mείζον διάστημα.

[λόγ.: 1α, β: αρχ. μείζων (συγκρ. του μέγας)· γ: σημδ. γαλλ. la majeure· 2: σημδ. ιταλ. maggiore]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες