Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- μαργαρίνη η [marγaríni] Ο30α : λιπαρή ουσία βιομηχανικής προέλευσης που μοιάζει με βούτυρο και χρησιμοποιείται αντί γι΄ αυτό στη μαγειρική.
[λόγ. < γαλλ. margarine < αρχ. μάργαρ(ον) -ine = -ίνη (ορθογρ. δαν.)]