Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μαργαρίνη
1 item total
μαργαρίνη η [marγaríni] Ο30α : λιπαρή ουσία βιομηχανικής προέλευσης που μοιάζει με βούτυρο και χρησιμοποιείται αντί γι΄ αυτό στη μαγειρική.

[λόγ. < γαλλ. margarine < αρχ. μάργαρ(ον) -ine = -ίνη (ορθογρ. δαν.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go