Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μαούνα
1 item total
μαούνα η [maúna] Ο25α : 1. πλοίο χωρίς καρίνα και δική του κίνηση που χρησιμοποιείται για μεταφορές σε μικρές αποστάσεις, ιδίως σε λιμάνια: Ρυμουλκό που σέρνει μια φορτωμένη ~. || (μειωτ.) για αργοκίνητο μεταφορικό μέσο. 2. (μτφ.) για καθετί μεγάλων διαστάσεων και συνήθ. άκομ ψο.

[μσν. μαούνα < τουρκ. mavuna (χαλαρή άρθρ. του [v] στα τουρκ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go