Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαντάτο
2 εγγραφές [1 - 2]
μαντάτο το [mandáto] Ο39 : (οικ.) 1α. είδηση: Mαθαίνω / ακούω τα μαντά τα. Kαλά / κακά / άσχημα μαντάτα. Έτρεξε για να τους πει το ~. β. κακή, δυσάρεστη είδηση: Tου ήρθε το ~. Έμαθα τα μαντάτα σου. 2. το μήνυμα: Στέλνω ~ σε κπ.

[μσν. μαντάτον < ελνστ. μανδᾶτον (προφ. [nd] ) < λατ. mandat(um) `αυτοκρατορική διαταγή΄ -ον]

μαντατοφόρος ο [mandatofóros] Ο18 : (λογοτ.) ο αγγελιοφόρος.

[μσν. μαντατοφόρος < μαντάτ(ον) -ο- + -φόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες