Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μαγκάλι
1 item total
μαγκάλι το [maŋgáli] Ο44 : μεταλλικό δοχείο σε σχήμα λεκάνης με πόδια ή με άλλο στήριγμα, μέσα στο οποίο τοποθετούνται αναμμένα κάρβουνα για θέρμανση: Ούτε ένα ~ δεν είχαμε για να ζεσταθούμε. ΦΡ (λαϊκ.) γίνεται της πουτάνας* το ~.

[τουρκ. mangal (από τα αραβ.) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go