Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάτην
1 εγγραφή
μάτην [mátin] επίρρ. : (λόγ.) συνήθ. στην έκφραση εις ~, μάταια.

[λόγ. < αρχ. μάτην]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες