Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λοιμοκαθαρτήριο
1 item total
λοιμοκαθαρτήριο το [limokaθartírio] Ο40 : ειδικός απομονωμένος χώρος όπου στάθμευαν υποχρεωτικά για υγειονομικό έλεγχο και καθαρισμό πλοία και επιβάτες σε περιπτώσεις εκδήλωσης επιδημίας· λαζαρέτο.

[λόγ. λοιμ(ός) -ο- + καθαρτήριον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go