Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λογοτέχνης
1 item total
λογοτέχνης ο [loγotéxnis] Ο10 θηλ. λογοτέχνης [loγotéxnis] & λογοτέχνιδα [loγotéxniδa] Ο28 : αυτός που καλλιεργεί τον έντεχνο λόγο, που συγγράφει έργα αισθητικής αξίας (πεζογράφος ή ποιητής): Έλληνες / Γάλλοι λογοτέχνες. Mεγάλος / γνωστός / άγνωστος / ασήμαντος ~. Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών.

[λόγ. < μσν. λογοτέχνης < λογο- + τέχν(η) -ης κατά το καλλιτέχνης· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· λόγ. λογοτέχν(ης) -ις > -ιδα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go