Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- λογοπαίγνιο το [loγopéγnio] Ο42 : λεκτικό παιχνίδι του προφορικού λόγου κατά το οποίο, με τη χρησιμοποίηση φωνητικών ομοιοτήτων, αναγραμματισμών, αντιστροφής συλλαβών κτλ., μια λέξη ή μια φράση γίνεται διφορούμενη ή αλλάζει το νόημά της, π.χ. Σήκω Tάκη να φας που μπορεί να ερμηνευτεί και ως συκωτάκι να φας.
[λόγ. λογο- + παίγνιον μτφρδ. γαλλ. jeu de mots]