Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λογομαχώ
1 item total
λογομαχώ [loγomaxó] Ρ10.9α : φιλονικώ, καβγαδίζω έντονα με λόγια: Λογομάχησαν άγρια και μετά ήρθαν στα χέρια.

[λόγ. < ελνστ. λογομαχῶ `διαπληκτίζομαι σχετικά με τις λέξεις΄ (ίσως παρερμηνεία της σημ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go