Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λογοκρίνω
1 item total
λογοκρίνω [loγokríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. λογόκρινα, απαρέμφ. λογοκρίνει, παθ. αόρ. λογοκρίθηκα, απαρέμφ. λογοκριθεί, μππ. λογοκριμένος : ασκώ λογοκρισία: H επιτροπή λογόκρινε αυστηρά την ταινία / το βιβλίο. H επιστολή δόθηκε στη δημοσιότητα λογοκριμένη.

[λόγ. λογο(κρισία) + κρίνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go