Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λογίζομαι
1 item total
λογίζομαι [lojízome] Ρ2.1β : (λόγ.) θεωρούμαι, νομίζομαι, συνυπολογίζομαι, υπολογίζομαι: Λογίζεται πλούσιος / ευτυχισμένος.

[λόγ. < αρχ. λογίζομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go