Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λεκτικός
1 item total
λεκτικός -ή -ό [lektikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται σε ό,τι εκφράζεται, διατυπώνεται με το λόγο· φραστικός: Λεκτική έκφραση. Λεκτικά σφάλματα. Συμφώνησαν στην ουσία του κειμένου και αναζητούν την κατάλληλη λεκτική διατύπωση. Οι ρίμες και τα ρυθμικά παιχνίδια ανήκουν στη λεκτική δομή της ποίησης. || (γραμμ.) λεκτικά ρήματα, που έχουν την έννοια του λέγω. || (ιατρ.) λεκτική τύφλωση*. || (ως ουσ.) το λεκτικό, ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο εκφράζεται κάποιος προφορικά ή γραπτά, το ύφος. λεκτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. λεκτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go