Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεγκαλισμός
1 εγγραφή
λεγκαλισμός ο [legalizmós] Ο17 : όρος με τον οποίο η μαρξιστική αριστερά κριτικάρει την τάση (στους κόλπους της) για υπερβολική προσήλωση στην αστική νομιμότητα, με παράλληλη εγκατάλειψη της επαναστατικής πρακτικής.

[λόγ. < γαλλ. légalisme (-isme = -ισμός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες