Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- λαουτζίκος ο [laudzíkos] Ο18 (χωρίς πληθ.) : (μειωτ., συναισθ.) τα κατώτερα λαϊκά στρώματα με μικρό εισόδημα ή και χαμηλό μορφωτικό επίπεδο: Οι βίλες και τα κότερα δεν είναι για το λαουτζίκο. Tι να σου κάνει κι ο καημένος ο ~!
[λαό(ς) -τζίκος κατά το φουκαρατζίκος ( [o > u] ίσως από επίδρ. του [l] και του υπερ. [k] )]