Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λαογραφικό
1 item total
λαογραφικός -ή -ό [laoγrafikós] Ε1 : που αναφέρεται στη λαογραφία, που έχει σχέση με αυτήν: Λαογραφικές εκδηλώσεις / μελέτες / έρευνες. Λαογραφικό μουσείο. Συλλογή λαογραφικού υλικού.

[λόγ. λαογραφ(ία) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go