Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- λαθρόβιος -α -ο [laθróvios] Ε6 : που ζει και κινείται κρυφά, διαφεύγοντας την κοινή προσοχή. || (κυρ. για έντυπο) που έχει ελάχιστη κυκλοφορία και αδιαφανείς πόρους.
[λόγ. λαθρο- + -βιος κατά το βραχύβιος]