Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κύκλωμα
1 εγγραφή
κύκλωμα το [kíkloma] Ο49 : 1α. (φυσ.) ηλεκτρικό ~, η διαδρομή που ακολουθεί το ηλεκτρικό ρεύμα από την πηγή της ηλεκτρικής ενέργειας μέσο των αγωγών, προς τις διατάξεις στις οποίες καταναλώνεται. Kλειστό ~, από το οποίο διέρχεται ηλεκτρικό ρεύμα. ANT ανοιχτό ~. Mαγνητικό ~, η κλειστή διαδρομή ενός μαγνητικού πεδίου. β. (ηλεκτρον.) ολοκληρωμένο ~, στοιχείο που περιλαμβάνει τρανζίστορ, πυκνωτές, αντιστάσεις κτλ. συναρμολογημένο κατά ένα συγκεκριμένο τρόπο, ανάλογα με τη λειτουργία για την οποία προορίζεται. τυπωμένο ~, που σχηματίζεται σε μια μονωτική πλάκα, επάνω στην οποία τοποθετούνται και συναρμολογούνται τα εξαρτήματα όχι με συρμάτινους αγωγούς, αλλά με αγωγούς από λεπτές λωρίδες χαλκού, που έχουν αποτυπωθεί με χημικά μέσα. κλειστό ~ τηλεόρασης, στο οποίο η λήψη και η εκπομπή γίνονται σε περιορισμένο χώρο. 2α. (μτφ.) το σύνολο όσων μετέχουν στα διάφορα στάδια παραγωγής, διακίνησης, κατανάλωσης ενός εμπορικού αγαθού: ~ εμπορίας / διανομής. Tουριστικό ~. Tο ~ σιτάρι-αλεύρι-ψωμί εξυγιαίνεται. β. (μειωτ.) κλειστή ομάδα ατόμων με κοινά συμφέροντα και επιδιώξεις, τα οποία αλληλοϋποστηρίζονται και ενεργούν κατά τρόπο ιδιοτελή: Θεατρικά / λογοτεχνικά κυκλώματα. Nα χτυπηθεί το ~ των μεσαζόντων. Kινείται σε ύποπτα κυκλώματα. || Εξαρθρώθηκε ~ διακίνησης ναρκωτικών, σπείρα.

[λόγ. < αρχ. κύκλωμα `κτ. κυκλικό, ρόδα΄, σημδ.: 1: γαλλ. cicuit· 2: αγγλ. ring]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες