Dictionary of Standard Modern Greek
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- κρυφτό το [kriftó] Ο38 : ομαδικό παιδικό παιχνίδι, στο οποίο ο ένας από τους παίκτες προσπαθεί να βρει πού έχουν κρυφτεί οι υπόλοιποι. ΦΡ παίζω* ~.
[ουσιαστικοπ. ουδ. του μσν. επιθ. κρυφτός < αρχ. κρυπτός με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]
- κρυφτούλι το [kriftúli] Ο44α : 1. το κρυφτό. 2. (μτφ., οικ.) συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από υπεκφυγές και κρυψίνοια.
[κρυφτ(ό) -ούλι]