Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κρυοπάγημα
1 item total
κρυοπάγημα το [kriopájima] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : νέκρωση των άκρων του ανθρώπινου σώματος από υπερβολικό κρύο: Έπαθε κρυοπαγήματα.

[λόγ. κρυοπαγη- (κρυοπαγώ < κρυο- + πάγ(ος) -ώ) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go