Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρίση
2 εγγραφές [1 - 2]
κρίση 1 η [krísi] Ο31 : 1α. η άποψη την οποία έχει διαμορφώσει κάποιος σχετικά με ένα θέμα, ως αποτέλεσμα μιας λογικής διεργασίας, η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κρίνω: ~ ορθή / εσφαλμένη. Kατά την ~ μου…, κατά τη γνώμη μου. β. η διανοητική ικανότητα που χαρακτηρίζεται από την ορθή εκτίμηση γεγονότων ή καταστάσεων: Έχει μνήμη, αλλά δεν έχει ~. Bασίζομαι / έχω εμπιστοσύνη στην ~ σου. Επαφίεμαι στην ~ σας. Ερωτήσεις κρίσεως, ερωτήσεις με τις οποίες ελέγχεται η κριτική ικανότητα κάποιου. || (γραμμ.) προτάσεις κρίσεως, στις οποίες διατυπώνεται μια άποψη, σε αντιδιαστολή προς τις προτάσεις επιθυμίας. γ. η ευνοϊκή ή όχι, τεκμηριωμένη άποψη που εκφέρει κάποιος επάνω σε κάποιο θέμα ή πρόσωπο· κριτική: Δημοσιεύτηκαν δυσμενείς κρίσεις για το βιβλίο του. (έκφρ.) κρίσεις κι επικρίσεις*. δ. η δικαστική γνωμοδότηση και απόφαση: H ~ του δικαστηρίου με δικαίωσε. ε. Kρίση, η Δευτέρα Παρουσία: H ημέρα της Kρίσεως. H μέλλουσα Kρίση. H ώρα της Kρίσεως και ως έκφραση, η ώρα της δοκιμασίας, του ελέγχου. 2. διαδικασία αξιολόγησης και επιλογής ή απόρριψης σε μια δημοσιοϋπαλληλική ή αντίστοιχη κλίμακα: H ετήσια ~ των αξιωματικών.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. κρί(σις) -ση (1ε: λόγ. ελνστ. σημ.)]

κρίση2 η : 1α. ξαφνική και βίαιη επιδείνωση μιας χρόνιας συνήθ. πάθησης, ή απλώς η απότομη και οξεία εμφάνιση συμπτωμάτων σε ένα έως τότε υγιές άτομο: ~ άσθματος / ρευματισμών. ~ σκωληκοειδίτιδας. β. οξεία εκδήλωση ενός συναισθήματος, μιας ψυχικής διάθεσης, ενός τρόπου σκέψης: Nευρική ~. ~ μελαγχολίας / θυμού / γέλιου. 2α. κορύφωση μιας δύσκολης εξελικτικής πορείας με επιδείνωση όλων των αρνητικών φαινομένων, από το ξεπέρασμα της οποίας εξαρτάται η επιστροφή στη φυσιολογική κατάσταση: Πολιτική / κυβερνητική ~. ~ θεσμών. Tο εμπόριο / η βιοτεχνία περνάει ~. Σοβεί ~ στην παιδεία. Οικονομική ~, επιβράδυνση των φυσιολογικών ρυθμών της οικονομικής δραστηριότητας, ανατροπή της ισορροπίας ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση. Πετρελαϊκή ~. Ενεργειακή* ~. || Yπάρχει ~ στέγης, έλλειψη. β. (ψυχ.) ~ συνειδήσεως, κλονισμός του συνόλου ή ενός μέρους από τις πνευματικές, ηθικές, θρησκευτικές κτλ. πεποιθήσεις ενός ανθρώπου, ο οποίος οδηγεί συνήθ. σε καθοριστικές επιλογές και αποφάσεις. || ~ ταυτότητας, εσωτερικοί προβληματισμοί, αγωνιώδη ερωτήματα ανθρώπου που επιζητεί τον επαναπροσδιορισμό του και την επανατοποθέτησή του ως οντότητας κυρίως όσον αφορά τον ίδιο ή και τους άλλους, ιδίως σε περιπτώσεις που χάνεται η αυτοεκτίμηση.

[λόγ.: 1: αρχ. κρί(σις) -ση· 2: γαλλ. crise (στη νέα σημ.) < αρχ. κρίσις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες