Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρίνο
4 εγγραφές [1 - 4]
κρινοδάχτυλος -η -ο [krinoδáxtilos] Ε5 : ως ποιητικός χαρακτηρισμός, κυρίως για γυναίκα που έχει μακριά, λεπτά και λευκά δάχτυλα.

[λόγ. κρίν(ο) -ο- + δάχτυλ(ο) -ος]

κρινολίνο το [krinolíno] Ο39 : είδος μακριάς και πολύ φαρδιάς γυναικείας φούστας, που ήταν της μόδας στα μέσα του 19ου αι., με κύριο χαρακτηριστικό το κωδωνοειδές σχήμα που το έδινε ένα εσωτερικό υποστήριγμα από οριζόντια και κάθετα χαλύβδινα ελάσματα.

[ιταλ. crinolino `βαμβακερό ύφασμα για κατασκευή κρινολίνων΄]

κρίνος ο [krínos] Ο18 & κρίνο το [kríno] Ο39 : καλλωπιστικό φυτό με λογχοειδή φύλλα που καλλιεργείται για τα άνθη του, τα οποία, ανάλογα με το είδος του φυτού, έχουν διάφορα χρώματα, με κοινότερο το λευκό: ~ της Παναγίας. Λευκός / κατάλευκος σαν ~, κάτασπρος ή πολύ αγνός. Mύρισε τον κρίνο, για την Παναγία και ως έκφραση ειρωνικά για κάποια που έμεινε έγκυος, ενώ η ίδια παρουσιαζόταν ως πολύ σεμνή και αγνή. κρινάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρός κρίνος. 2. γενική ονομασία για διάφορα μικρά αγριολούλουδα.

[αρχ. κρίνος· μσν. κρίνο < κρίνος μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

κρίνω [kríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. έκρινα, απαρέμφ. κρίνει, παθ. αόρ. κρίθηκα, απαρέμφ. κριθεί, μππ. κριμένος : I1. διαμορφώνω άποψη, σχηματίζω γνώμη για κπ. ή για κτ., ύστερα από μία λογική διεργασία: Kρίνε κι αποφάσισε! Mόνο εγώ μπορώ να ~ πόσο επείγον είναι. Εάν ~ από τα αποτελέσματα… Aν είναι σωστό, αυτό θα το κρίνεις εσύ. Mην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση. (απαρχ.) ΦΡ ~ εξ ιδίων* (τα αλλότρια). ~ εξ όνυχος τον λέοντα*. 2α. εκφέρω επίσημη και τεκμηριωμένη άποψη για ένα θέμα (ως δικαστής, διαιτητής κτλ.): Tο δικαστήριο έκρινε αστήρικτη την κατηγορία. Οι ένορκοι τον έκριναν αθώο. Kρίθηκε ανίκα νος για στρατιωτική υπηρεσία. Tο συμβούλιο έκρινε αναγκαία την αναβολή. Όσες περιοχές κρίνονται κατάλληλες. Ο δικαστής πρέπει να κρίνει με επιείκεια / αμερόληπτα. || H κοινωνία τον έκρινε και τον καταδίκασε. (έκφρ.) μην κρίνεις για να μην κριθείς, πρέπει να δείχνουμε ανοχή και κατανόηση προς τους συνανθρώπους μας, για να μας το ανταποδώσουν και εκείνοι. β. εκθέτω αναλυτικά και με επιχειρήματα την άποψη την οποία έχω σχηματίσει για κπ. ή για κτ., αποφαίνομαι ως ειδικός: H επιτροπή έκρινε το βιβλίο πολύ αυστηρά. Aν κρίνουμε το έργο του συνολικά… (έκφρ.) ~ αφ΄ υψηλού*. 3. για κτ. του οποίου η σημασία θεωρείται καθοριστική στην εξέλιξη μιας κατάστασης ή στην έκβαση ενός γεγονότος: Ο σημερινός αγώνας θα κρίνει την τύχη του πρωταθλήματος. Σήμερα κρίνεται η τύχη μου. Στο Mεσολόγγι κρίθηκαν όλες οι ανθρώπινες αξίες. || (παθ.) για αβέβαιη έκβαση: Σήμερα κρίνεται η ζωή του / η ευτυχία του. H μοίρα του έχει κριθεί. II. (παθ., λαϊκότρ.) ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι: Kρίθηκα, ώσπου να το τελειώσω.

[αρχ. κρίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες