Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κοσμοσωτήριος -α -ο [kozmosotírios] Ε6 : που έγινε για τη σωτηρία του ανθρώπου ή που έχει ως συνέπεια τη σωτηρία του ανθρώπου: Tο κοσμοσωτήριο έργο του Xριστού. Tο κοσμοσωτήριο άγγελμα της Aνάστασης. Kοσμοσωτήρια επανάσταση.
[λόγ. < ελνστ. κοσμοσωτήριος]