Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κοσμοπλημμύρα
1 item total
κοσμοπλημμύρα η [kozmoplimíra] Ο25 : πολύ μεγάλο πλήθος ανθρώπων που έχει συγκεντρωθεί σε ένα μέρος: Γίνεται ~.

[λόγ. κοσμο- + πλημμύρα απόδ. γαλλ. affluence]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go