Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κοσμοκαλόγερος
1 item total
κοσμοκαλόγερος ο [kozmokalójeros] Ο20 : 1. μοναχός που ενώ φέρει το μοναχικό σχήμα δε ζει σε μοναστήρι, αλλά έξω στην κοινωνία. 2. ως χαρακτηρισμός προσώπου που ζει πολύ λιτή και ασκητική ζωή: Ο ~ των γραμμάτων μας, ο Aλέξανδρος Παπαδιαμάντης.

[κοσμο- + καλόγερος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go