Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κοσμογυρισμένος
1 item total
κοσμογυρισμένος -η -ο [kozmojirizménos] Ε3 : ως χαρακτηρισμός προσώπου που έχει ταξιδέψει σε πολλά μέρη και κατά συνέπεια έχει συσσωρεύσει πολλές εμπειρίες και γνώσεις.

[κοσμο- + γυρισμένος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go