Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κοσμογραφία η [kozmoγrafía] Ο25 : στοιχειώδεις γνώσεις αστρονομίας που διδάσκονται στη μέση εκπαίδευση, καθώς και το αντίστοιχο εγχειρίδιο.
[λόγ. < αρχ. κοσμογραφία `περιγραφή του κόσμου΄ (τίτλος έργου του Δημοκρίτου)]