Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κομπανία
1 εγγραφή
κομπανία η [kompanía] Ο25 : (οικ.) 1. (ειρ.) στενή παρέα φίλων, που σχεδόν μόνιμα εμφανίζονται μαζί: Ήρθε όλη η γνωστή ~. 2α. παλαιότερη ονομασία λαϊκών μουσικών συγκροτημάτων: Ρεμπέτικες κομπανίες. β. (ιστ.) κοινοπραξία.

[ιταλ. compagnia `συντροφιά, θεατρική ομάδα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες