Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κιόσκι το [kóski] Ο44α : ελαφρά υπαίθρια στεγασμένη κατασκευή, συνήθ. ξύλινη και ανοιχτή από όλες τις πλευρές. || περίπτερο1.
[γαλλ. kiosque (στη νέα σημ.) -ι < ιταλ. chiosco < τουρκ. köşk `εξοχικό σπίτι, περίπτερο σε κήπο΄ (από τα περσ.)]