Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- καύκαλο το [káfkalo] Ο41 : 1. το όστρακο της χελώνας. || (επέκτ.) το κέλυφος των οστρακοδέρμων: Tο ~ του αστακού / καβουριού. 2. (λαϊκότρ.) απογυμνωμένο κρανίο.
[μσν. καύκαλον < αρχ. καῦκ(ος) `κύπελλο΄ -αλον]