Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κατιφές
1 item total
κατιφές ο [katifés] Ο13 : 1. είδος καλλωπιστικού φυτού, με μικρά βαθυκόκκινα λουλούδια. 2. είδος βελούδου.

[τουρκ. katife (çiçegi) (από τα αραβ.) (katife `μετάξι΄ çiçek `λουλούδι΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go