Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατακοιτ
1 εγγραφή
κατάκοιτος -η -ο [katákitos] Ε5 : που βρίσκεται στο κρεβάτι μεγάλο διάστημα, εξαιτίας ανίατης συνήθ. αρρώστιας: Έπαθε παράλυση και θα μείνει ~ σε όλη του τη ζωή. Έχει τη γριά μητέρα της κατάκοιτη.

[μσν. κατάκοιτος < κατα- κοίτ(η) -ος (διαφ. το σπάν. αρχ. κατάκοιτος `ήσυχος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες