Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καστανιά
2 εγγραφές [1 - 2]
καστάνια η [kastána] Ο25 : (τεχν.) εξάρτημα οδοντωτού τροχού, που εμποδίζει την αντίστροφη κίνηση.

[ιταλ. castagna]

καστανιά η [kastaná] Ο24 : 1. δέντρο που φτάνει σε μεγάλο ύψος, ζει πολλά χρόνια και καλλιεργείται για τους φαγώσιμους καρπούς του, τα κάστανα, και για το ξύλο του. 2. το ξύλο της καστανιάς: Tα δοκάρια της στέγης είναι από ~. || (ως επίθ.): Tα πατώματα είναι ~, από καστανιά.

[μσν. καστανιά < ελνστ. καστανέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες