Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καρσί
2 items total [1 - 2]
καρσί [karsí] επίρρ. τοπ. : (λαϊκ.) απέναντι: Nα τον έχω ~ να του δείξω εγώ.

[τουρκ. karşι]

καρσιλαμάς ο [karsilamás] Ο1 : είδος ανατολίτικου, αντικριστού, ζωηρού λαϊκού χορού.

[τουρκ. karşιlama (πρβ. καρσί)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go