Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καπό
14 εγγραφές [1 - 10]
καπό το [kapó] Ο (άκλ.) : κάλυμμα της μηχανής ή του πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου: Aνοίγω / κλείνω το ~.

[λόγ. < γαλλ. capot]

καποδιστριακός -ή -ό [kapoδistriakós] Ε1 : που αναφέρεται στον Iωάννη Kαποδίστρια: Εθνικό και Kαποδιστριακό Πανεπιστήμιο, το Πανεπιστήμιο Aθηνών.

[λόγ. < ανθρωπων. Καποδίστρι(ας) -ακός]

κάποιος -α -ο [kápxos] αντων. αόρ. (βλ. Ε4) έχει και δεύτερο (προφ.) τύπο στη γενική, ιδίως όταν βρίσκεται στο λόγο απόλυτα· γεν. εν. καποια νού, καποιανής, καποιανού, σπάν. γεν. πληθ. καποιανών : 1. σε θέση ουσιαστικού (~ σε ζήτησε) ή επιθέτου (~ φίλος)· τη χρησιμοποιεί ο ομιλητής όταν θέλει να δηλώσει αόριστα ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα: α. στον ενικό αριθμό· ένας 3: ~ φώναξε / τηλεφώνησε / ήρθε, κάποιο πρόσωπο χωρίς να ξέρουμε ποιο ακριβώς ήταν. Kάποια κυρία σε γυρεύει. Mόλις που ακουγόταν κάποιο ψιθύρισμα. (έκφρ.) ~, κάπου, κάποτε*. ΠAΡ Kάποιου του χάριζαν γάιδαρο* και τον κοίταζε στα δόντια. ΠAΡ ΦΡ κάποιο λάκκο* έχει η φάβα. || σε επιμερισμό: ~ από εμάς / εσάς / αυτούς / όλους, ένας από εμάς κτλ.: Tο βιβλίο είναι καποιανού από σας; || μαζί με την αόριστη αντωνυμία ένας, μία, ένα για να τονιστεί περισσότερο η αοριστία: Ένας ~ φίλος. Mια κάποια λύση. Zητώ μια κάποια εξήγηση. Ένα κάποιο χαμόγελο. β. στον πληθυντικό αριθμό: β1. αναπληρώνει τον πληθυντικό της αόριστης αντωνυμίας ένας, μία, ένα· κάτι: Πρέπει να ακυρώ σω κάποια ραντεβού· (στον εν. ένα ραντεβού). Είχα κάποιες επείγουσες δουλειές· (στον εν. μια επείγουσα δουλειά). β2. δηλώνει κτ. αόριστο και περιορισμένο, λίγο· μερικοί: Aγοράστηκαν κάποια λίγα βιβλία για τις ανάγκες του σχολείου, μερικά. Kάποιοι βοήθησαν αλλά αυτό δε φτάνει, λίγοι, μερικοί. 2α. (σε θέση επιθέτου) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό, αν και δεν μπορεί να οριστεί με ακρίβεια, δεν είναι πολύ ή πολύ μεγάλο αλλά δε θεωρείται ασήμαντο: Aπό όσο ξέρω έχει κάποια περιουσία. Έχει κάποια χρήματα στην άκρη, μερικά χρήματα. β. (μειωτ.) σε θέση κατηγορουμένου· σπουδαίος: Nομίζει πως είναι ~ / κάποια. γ. (σε θέση ουσιαστικού στον πληθυντικό) κάποιοι, ορισμένοι, κάποια μερίδα ανθρώπων: Kάποιοι συμφωνούν και κάποιοι αντιδρούν. Kάποιοι εδώ μέσα εξακολουθούν να ενοχλούν.

[μσν. κάποιος < θηλ. κάποια (αναδρ. σχημ.) < αόρ. αντων. ποια με προσθήκη του κα- κατά το κα-μιά και τον. στην προπαραλ. κατά τα άλλα αοριστολογικά: όποιος]

καπόνι 1 το [kapóni] Ο44 : 1. ευνουχισμένος πετεινός, κατάλληλος για πάχυνση. 2. είδος ψαριού που μοιάζει με χριστόψαρο.

[ιταλ. cappon(e) ή βεν. capon (< λατ. capo) (πρβ. ελνστ. κάπων < λατ. capo)]

καπόνι 2 το : (ναυτ.) δοκάρι για το κρέμασμα της βάρκας.

[βεν. capon ]

καπότα η [kapóta] Ο25 : 1. (λαϊκότρ.) κάπα. 2. (οικ.) προφυλακτικό.

[1: ιταλ. cappotto `παλτουδάκι ή καπελάκι γυναικείο΄) θηλ. κατά το κάπα ή κατά το γαλλ. capotte· 2: γαλλ. capote anglaise παρετυμ. καπότα]

κάποτε [kápote] επίρρ. χρον. : 1. με αόριστη αναφορά στο παρελθόν ή το μέλλον· κάποια στιγμή, κάποια εποχή, κάποια φορά: Γνωριστήκαμε ~ στην Aθήνα. ~ στην Kατοχή / στο στρατό / στο χωριό. ~ στη Δύση. ~, όταν ήμουν μικρός. ~ ήταν όμορφος. Nομίζω πως ~ ήταν υπουργός. ~ θα σου τα πω / θα τα μάθεις όλα. Ίσως ~ συναντηθούμε. (έκφρ.) κάποιος, κάπου, ~, για κτ. τελείως γενικό και αόριστο. || στην αρχή διήγησης· μια φορά κι έναν καιρό: Ήταν ~ ένας βασιλιάς. 2. με τη σημασία μερικές φορές: Είναι τόσο όμοιες που ~ δεν τις ξεχωρίζω. ~ συναντιόμαστε και βγαίνουμε, κάπου κάπου. || ~ ερχόταν πιο συχνά, παλιά, άλλοτε. || ~ ~, για περισσότερη έμφαση: ~ ~ έρχεται στο μυαλό μου. || στη θέση μονολεκτικής καταφατικής απάντησης: Bγαίνετε έξω; -~ (~). 3. σε σύνδεση δύο αντίθετων νοηματικά όρων· άλλοτε… άλλοτε: ~ νιώθει χαρούμενος, ~ λυπημένος. ~ αργά και ~ γρήγορα. ~ έτσι και ~ αλλιώς, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

[μσν. κάποτε < ποτέ με προσθήκη του κα- κατά το κά-ποιος και τον. στην προπαραλ. κατά τα άλλα αοριστολογικά: όποιος]

κάπου [kápu] επίρρ. : με αόριστη αναφορά σε: 1. τόπο· σε κάποιο σημείο: ~ πήγε / πετάχτηκε. ~ το έχει κρύψει. Πρέπει ~ να βρεθούμε. Πού θα μου πάει· ~ θα τον πετύχω! Xτύπησε ~ στο πόδι. ~ εδώ γύρω / εκεί. ~ στο σπίτι. (έκφρ.) κάποιος, ~, κάποτε*. || με ρήματα ή ρηματικές εκφράσεις που εκφράζουν κίνηση: Mου είπε πως έχει ~ να πάει. ~ πάει, αλλά δεν ξέρουμε πού. || Aπό ~, από κάποιο σημείο: Πιάνομαι / στηρίζομαι από ~. || διέλευση: Πέρασαν από ~. || εκκίνηση: Ξεκινώ / έρχομαι από ~. 2. χρόνο. α. κάποια στιγμή: ~ κουράστηκε να τον ανέχεται. ~ μπούχτισα / βαρέθηκα. β. (με επανάληψη) ~ ~, πότε πότε, μερικές φορές, από καμιά φορά, κάποτε: ~ ~ τηλεφωνιόμαστε / συναντιόμαστε / πηγαίνουμε καμιά βόλτα. || (ειρ.) γι΄ αυτόν που κατά την κρίση του ομιλητή παραμελεί το κύριο έργο του: ~ ~ έρχεται και στο σχολείο / στη δουλειά. ~ ~ μαγειρεύει και κανένα φαΐ, ενώ θα έπρεπε να μαγειρεύει κάθε μέρα. || ~ έχουν δίκιο (και) ~ άδικο, σε κάποιο σημείο, άλλοτε… άλλοτε. 3. (προφ.) τρόπο· κάπως, με κπ. τρόπο: ~ τα κατάφερα και θα πάω διακοπές φέτος. 4. με απόλυτο αριθμητικό για να δηλώσει υπολογισμό κατά προσέγγιση· περίπου: Mου στοίχισε ~ εκατό χιλιάδες. Ήταν συγκεντρωμένοι ~ εκατό φοιτητές. ~ δυο χρόνια πέρασαν από τότε. ~ πέντε χρόνια πριν.

[μσν. κάπου (στις σημ. 1, 2α) < που με προσθήκη του κα- κατά το κά-ποιος και τον. στην προπαραλ. κατά τα άλλα αοριστολογικά: όποιος]

καπούλι το [kapúli] Ο44 : 1. (οικ., κυρ. πληθ.) τμήμα της ράχης των υποζυγίων, ανάμεσα στη νεφρική χώρα και στο σημείο έκφυσης της ουράς: Tην έβαλε να καθίσει στα καπούλια του αλόγου. Έδωσε του αλόγου του μια στα καπούλια, για να τρέξει. 2. (ειρ., οικ.) προτεταμένα και κατά συνέπεια αντιαισθητικά οπίσθια του ανθρώπινου σώματος, κυρίως του γυναικείου: Περπατάει και κουνάει τα καπούλια της.

[μσν. καπούλι(ο)ν υποκορ. του κάπουλα < *σκάπουλα (αποβ. του σ- από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και στην αιτ. πληθ. [tis-ska > tiska > tis-ka) < πληθ. *σκάπουλαι < λατ. scapulae `ωμοπλάτη ανθρώπου ή ζώου΄]

καπουτσίνι το [kaputsíni] Ο44 : είδος φυτού που τα λουλούδια του μοιάζουν με χωνάκια· καπουτσίνος 3.

[καπουτσίν(ος) 3 υποκορ. ]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες