Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καπηλειό
1 item total
καπηλειό το [kapiló] Ο38 : (παρωχ.) λαϊκή ταβέρνα όπου σερβίρουν μεζέδες και ποτά: Tα καπηλειά του λιμανιού.

[αρχ. καπηλεῖον `ταβέρνα΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go