Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καλόπιστος
1 item total
καλόπιστος -η -ο [kalópistos] Ε5 : ANT κακόπιστος. 1. που έχει τη διάθεση να συνεννοηθεί με τους άλλους με ειλικρίνεια και εντιμότητα, χωρίς να διαστρεβλώνει την αλήθεια, που είναι καλής πίστεως: Kάθε ~ συζητητής / άνθρωπος θα αναγνωρίσει ότι καταβάλαμε μεγάλες προσπάθειες. || (ως ουσ.) ο καλόπιστος. 2. που χαρακτηρίζει έναν καλόπιστο άνθρωπο: Δέχομαι κάθε αρνητική κριτική, αρκεί να είναι καλόπιστη. καλόπιστα ΕΠIΡΡ: H κριτική / η συζήτηση έγινε ~.

[λόγ. καλο- + πίστ(ις) -ος κατά το κακόπιστος μτφρδ. γαλλ. de bonne foi]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go