Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καλοτάξιδος
1 item total
καλοτάξιδος -η -ο [kalotáksiδos] Ε5 : ευχή σε καινούριο καράβι και γενικότερα, σε μεταφορικό μέσο, τα ταξίδια που θα κάνει να είναι ασφαλή και ευχάριστα: Nα είναι καλοτάξιδο. || Kαλοτάξιδο καράβι, που είναι σταθερό και που εξασφαλίζει ένα άνετο ταξίδι για τους επιβάτες.

[καλο- + ταξίδ(ι) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go