Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καλοπιάνω
1 item total
καλοπιάνω [kalopxáno] Ρ αόρ. καλόπιασα, απαρέμφ. καλοπιάσει : προσπαθώ να φανώ ευχάριστος σε κπ., με λόγια ή με έργα, με απώτερο σκοπό να πετύχω κτ., να εξυπηρετήσω κάποιο συμφέρον μου.

[μσν. καλοπιάνω < καλο- + πιάνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go