Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- καλοπιάνω [kalopxáno] Ρ αόρ. καλόπιασα, απαρέμφ. καλοπιάσει : προσπαθώ να φανώ ευχάριστος σε κπ., με λόγια ή με έργα, με απώτερο σκοπό να πετύχω κτ., να εξυπηρετήσω κάποιο συμφέρον μου.
[μσν. καλοπιάνω < καλο- + πιάνω]