Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καλολογικός
1 item total
καλολογικός -ή -ό [kalolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στην καλολογία: Tα καλολογικά στοιχεία ενός ποιήματος / πεζογραφήματος. καλολογικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. καλολογ(ία) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go