Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καλλίφωνος
1 item total
καλλίφωνος -η -ο [kalífonos] Ε5 : που έχει ωραία φωνή, που τραγουδάει ωραία. || καλλικέλαδοςα.

[λόγ. < αρχ. καλλίφωνος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go