Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- καλαμπαλίκι το [kalabalíki] Ο44α (συνήθ. πληθ.) : 1. (λαϊκ.) φασαρία, οχλαγωγία. 2. (οικ., ειρ.) πλήθος από αντικείμενα που είναι σκόρπια εδώ και εκεί ή πολλές μικροαποσκευές.
[τουρκ. kalabalιk -ι]