Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καίριο
1 item total
καίριος -α -ο [kérios] Ε6 : για κτ. που γίνεται όταν και όπου πρέπει, ώστε να είναι αποτελεσματικό: Kαίριο πλήγμα / χτύπημα / τραύμα, θανατηφό ρο. || (επέκτ.) πολύ σοβαρός, κρίσιμος ή σημαντικός: Kαίρια προβλήματα. Προβλήματα που έχουν καίρια σημασία. Kαίριο ερώτημα, πολύ ουσιώδες. Πρόσωπα που κατέχουν καίριες θέσεις, θέσεις κλειδιά. καίρια ΕΠIΡΡ: Οι κατηγορίες του έπληξαν ~ τους πολιτικούς αντιπάλους του.

[λόγ. < αρχ. καίριος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go