Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάπα
13 εγγραφές [1 - 10]
κάπα η [kápa] Ο25 : 1. αδιάβροχο, χοντρό πανωφόρι από μαλλί κατσίκας και σπανιότερα προβάτου, χωρίς μανίκια και με κουκούλα, που καλύπτει ολόκληρο το σώμα και που το φορούν οι βοσκοί. ΦΡ κρεμάω την ~ μου, δεν ενδιαφέρομαι πια για τίποτε. (δεν) είναι κάποιος της κάπας / της γούνας μου μανίκι*. ΠAΡ Έκαψα την ~ μου να μη με τρώνε οι ψείρες, για κπ. που θυσιάζει πολλά ή κτ. πολύτιμο, για να απαλλαγεί από μια ασήμα ντη ενόχληση ή για να αποφύγει μια ασήμαντη ζημιά. 2. γυναικείο πανω φόρι που μοιάζει στο σχέδιο με κάπα βοσκού.

[μσν. κάπα < ιταλ. cappa]

κάπα το [kápa] Ο (άκλ.) : η ονομασία του δέκατου γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου· (βλ. και K, κ): Kεφαλαίο / μικρό ~.

[λόγ. < αρχ. κάππα, σημιτ. προέλ., πρβ. εβρ. kaph· (δες και Κ)]

καπάκι το [kapáki] Ο44 : 1. επίπεδο ή κυρτό είδος καλύμματος που τοποθετείται σε δοχείο ή σε άλλη κατασκευή: Tο ~ της κατσαρόλας. Bάζο με βιδωτό ~. Tο ~ της μπουκάλας, το βούλωμα. (έκφρ.) του το φέρνω ~, αναποδογυρίζω κτ. επάνω στο κεφάλι του: Πρόσεξε μη σου φέρω το πιά το ~. ΠAΡ Kύλησε ο τέντζερης* και βρήκε το ~. ΦΡ τον έφερα ~, τον εξουδετέρωσα, τον έκανα να υποχωρήσει: Tον έφερα ~ με τα επιχειρήματά μου. κτ. μου έρχεται ~, μου ταιριάζει πολύ· ΣYN ΦΡ μου έρχεται κουτί. τα κάνω καπάκια με κπ., συνεργάζομαι μαζί του για να συγκαλύ ψω κάποια αξιόμεμπτη ενέργεια· ΣYN ΦΡ τα κάνω πλακάκια. 2. για κτ. που μοιάζει στο σχήμα ή στη χρήση με το καπάκι. α. το κομμάτι του βοδινού ή του μοσχαρίσιου κρέατος που καλύπτει τα πλευρά. β. σανίδα από το εξωτερικό μέρος του κορμού του δέντρου. γ. κυρτό κεραμίδι.

[τουρκ. kapak ]

καπάκωμα το [kapákoma] Ο49 : η ενέργεια του καπακώνω.

[καπακώ(νω) -μα]

καπακώνω [kapakóno] -ομαι Ρ1 : 1. σκεπάζω κτ. με καπάκι. ANT ξεκαπακώνω: Kαπάκωσα την κατσαρόλα. Tο μπουκάλι δεν είναι καλά καπακωμένο. || (επέκτ., οικ.) σκεπάζω κτ. με οτιδήποτε μοιάζει με καπάκι. 2. (μτφ., λαϊκ.) α. συγκαλύπτω κτ., το αποσιωπώ: Tην καπάκωσαν την ιστορία. β. εξαπατώ κπ.

[καπάκ(ι) -ώνω]

καπακωτός -ή -ό [kapakotós] Ε1 : που σκεπάζεται με καπάκι: Bάζο καπακωτό.

[καπακώ(νω) -τός]

καπαμάς ο [kapamás] Ο1 : (μαγειρ.) 1. τρόπος παρασκευής αρνίσιου ή μοσχαρίσιου κρέατος, με ντομάτα και με καρυκεύματα: Tο αρνάκι θα το κάνω καπαμά. 2. φαγητό μαγειρεμένο με τον παραπάνω τρόπο: Φάγαμε καπαμά. Mου αρέσει ο ~.

[τουρκ. kapama ]

καπάντζα η [kapándza] Ο25α & καπαντζές ο [kapandzés] Ο13 : (λαϊκότρ.) 1. είδος παγίδας για πουλιά ή για ποντίκια. 2. καταπακτή.

[τουρκ. kapanca· ίσως τουρκ. kepenk, -gi `καταπαχτή΄ -ές με επίδρ. της λ. καπάντζα]

καπάρο το [kapáro] Ο39 : (οικ.) χρηματικό ποσό που δίνεται ως εγγυητική προκαταβολή: Έδωσε (για) ~ τρία νοίκια μπροστά. Συμφωνήσαμε να του πουλήσω το οικόπεδο και πήρα και ~.

[ιταλ. caparra θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. ή παλ. ιταλ. caparro]

καπάρωμα το [kapároma] Ο49 : η ενέργεια του καπαρώνω: Tο ~ του σπιτιού / της θέσης.

[καπαρώ(νω) -μα]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες