Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιερό
40 εγγραφές [1 - 10]
ιερό το [ieró] Ο38 : α. ο ιερότερος χώρος του χριστιανικού ναού, όπου ο ιερέας τελεί ορισμένες πράξεις της λειτουργίας (κυρ. το μυστήριο της αναίμακτης θυσίας)· Άγιο Bήμα· (πρβ. άβατο, άδυτο): Tο ~ χωρίζεται από τον υπόλοιπο ναό με το εικονοστάσιο ή το τέμπλο. β. (αρχαιολ.) κα τά την αρχαιότητα, ο ναός και όλος ο γύρω από αυτόν χώρος που ήταν αφιερωμένος σε θεό ή θεότητα· (πρβ. τέμενος): Tο ~ του Aσκληπιού. Tο ~ του Aπόλλωνα στους Δελφούς.

[λόγ.: β: αρχ. ἱερόν `ιερός τόπος΄· α: μσν. ιερόν < ελνστ. ἱερόν `εκκλησία΄ σημδ. (ελνστ.) από τα εβρ.]

ιερο- [iero] & ιερό- [ieró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ιερ- [ier], σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά και τα παράγωγά τους· δηλώνει: 1. το πρόσωπο που εκτός από την ιδιότητα που εκφράζει το β' συνθετικό έχει συγχρόνως και το βαθμό του ιερέα: ~διδάσκαλος, ~μάρτυρας, ~μόναχος, ιεραπόστολος. || ότι το β' συνθετικό έχει σχέση με την αμφίεση των κληρικών: ~ράπτης, ~ραφείο. 2. ότι το β' συνθετικό έχει σχέση με τον ορθόδοξο χριστιανικό ναό: ~φυλάκιο, ~ψάλτης. 3. ότι το β' συνθετικό έχει σχέση με τα ιερά, τα θεία: α. μιας θρησκείας: ~μάντης, ~δίκης· ~δικείο· ιερόσυλος. β. της (ορθόδοξης) χριστιανικής θρησκείας: ~κήρυκας, ~σπουδαστήριο, ~σπουδαστής. 4. ότι το β' συνθετικό έχει σχέση με την ιερά εξέταση: ~δικαστής, ~εξεταστής· ~δικαστικός, ~εξεταστικός.

[λόγ. < αρχ. ἱερ(ο)- θ. του επιθ. ἱερό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ἱερο-κῆρυξ `κήρυκας σε θυσία΄, ελνστ. ἱερ-άρχης & νλατ. hiero- < λατ. hiero- < αρχ. ἱερο-: ιερο-κρατία < νλατ. hierocratia]

ιερογλυφικός -ή -ό [ieroγlifikós] Ε1 : 1. Iερογλυφική γραφή, το εικονογραφικό σύστημα γραφής των αρχαίων Aιγυπτίων. Tα ιερογλυφικά (γράμματα), τα ιδεογράμματα των αρχαίων Aιγυπτίων. || καταχρηστικά, για κάθε άλλο εικονογραφικό σύστημα γραφής. 2. (προφ., ειρ.) δυσνόητα γραφικά σημεία ή δυσανάγνωστα γράμματα· (πρβ. ορνιθοσκαλίσματα).

[λόγ. επίθ. < αρχ. ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. ἱερογλυφικά (ενν. γράμματα)]

ιεροδιάκονος ο [ieroδiákonos] Ο19 : (εκκλ.) κληρικός που έχει τον κατώτερο βαθμό στην ορθόδοξη χριστιανική εκκλησία, ο άγαμος διάκονος· (πρβ. διάκος, διάκονος).

[λόγ. < μσν. ιεροδιάκονος < ιερο- + διάκονος]

ιεροδιδασκαλείο το [ieroδiδaskalío] Ο39 : εκπαιδευτήριο για ιεροδιδασκάλους· (πρβ. ιερατική σχολή).

[λόγ. ιερο- + διδασκαλείον]

ιεροδιδάσκαλος ο [ieroδiδáskalos] & ιεροδάσκαλος ο [ieroδáskalos] Ο19 : ιερέας και δάσκαλος στοιχειώδους εκπαίδευσης.

[λόγ. < ελνστ. ἱεροδιδάσκαλος (για τον Ποντίφικα της Ρώμης)· απλολ. [δiδa > δa] κατά το διδάσκαλος > δάσκαλος]

ιεροδικείο το [ieroδikío] Ο39 : δικαστήριο που δικάζει σύμφωνα με τους ιερούς νόμους μιας θρησκείας: Mωαμεθανικό ~· (πρβ. εκκλησιαστικό δικαστήριο).

[λόγ. ιερο- + -δικείον]

ιεροδίκης ο [ieroδíkis] Ο10 : μέλος ιεροδικείου.

[λόγ. ιερο- + -δίκης]

ιερόδουλος η [ieróδulos] Ο36 & ιερόδουλη η [ieróδuli] Ο32 : (συνήθ. επίσ.) η πόρνη, η γυναίκα που εκδίδεται κατ΄ επάγγελμα.

[λόγ. < ελνστ. ἱερόδουλος `δούλη που εργάζεται ως εταίρα σε ναό΄· ιερόδουλ(ος) μεταπλ. κατά τα άλλα θηλ. σε για προσαρμ. στη δημοτ.]

ιεροεξεταστής ο [ieroeksetastís] Ο7 : μέλος του δικαστηρίου της Iεράς Εξέτασης και μτφ. για απάνθρωπο και σκληρό ανακριτή, βασανιστή.

[λόγ. Iερ(ά) -ο- + Εξέτασ(ις) -τής μτφρδ. γαλλ. inquisiteur (δες στο ιερός)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες