Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θυρεός
1 εγγραφή
θυρεός ο [θireós] Ο17 : έμβλημα κράτους, δυναστείας ή παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας συνήθ. σε σχήμα ασπίδας και με διάφορες παραστάσεις: Bασιλικός ~.

[λόγ. < ελνστ. θυρεός (μακρόστενη ασπίδα που μοιάζει με θύρα, όπως το ρωμαϊκό scutum) < αρχ. θυρεός (πέτρα που ακουμπούσαν στην πόρτα) σημδ. γαλλ. écusson (< λατ. scutum)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες